ἀπεξεσμένως

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεξεσμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ τρόπον λεῖον καὶ κομψόν, γλαφυρῶς, Κύριλλ. Ἀλεξ. τ. 1, σ. 310Α.

Spanish (DGE)

adv. fig. de modo pulido, e.d. perfecto βιοῦν Cyr.Al.M.68.781B.