ἀποπρίζω: ἀόρ. ἀπέπρῐσα, μεταγ. τύπος ἀντὶ -πρίω, Ἀνθ. Π. 11. 14.
ἀποπρίζω: αόρ. ἀπέπρισα, μεταγεν. τύπος αντί -πρίω, σε Ανθ.