ἀπόγεια
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Russian (Dvoretsky)
ἀπόγεια: τά
1 причальные канаты Luc.;
2 надземные области (μετέωρα καὶ ἀ. Plut.);
3 Arst. = ἡ ἀπογεία.