ἀπόρρυμα
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόρρῠμα: -ατος, τό, = ἀπορροὴ, Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 269. ΙΙ. μέτρον Αἰγυπτιακὸν διὰ ὑγρά, ὁ αὐτ. 2. 182D.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 residuo, escurridura λην[οῦ τὸ] ῥύμα καὶ ἀ. PAvrom.1b.34 (I a.C.), τὸ ἀ. τῆς πίσσης Gal.14.435.
2 cierta medida egipcia de capacidad, Epiph.Const.Mens.M.43.284B, cf. 272C.