ἀρχαιοφύλαξ
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ
lat. censualis, funcionario del censo Lyd.Mag.2.30.
Greek Monolingual
αρχαιοφύλακας και ἀρχαιοφύλαξ (-ακος), ο
1. ο φύλακας μουσείου
2. ο φύλακας χώρου αρχαιοτήτων.