ἀχρειώδης

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρειώδης: -ες, (εἶδος) ἀχρεῖος, Εὐστ. Πονημάτ. 253. 36, κτλ.

Spanish (DGE)

-ες
inútil πάντα τὰ ἀχρειώδη todas las cosas inútiles, A.Thom.A 79, τὸ ἀχρειῶδες τοῦ καρποῦ lo inútil del fruto Eust.Op.346.67, de pers. ἀχρειωδῶν καὶ μοχθηροτάτων Eust.Op.253.36.