ἐείδομαι

French (Bailly abrégé)

poét. c. εἴδομαι, Moy. de *εἴδω.

English (Slater)

ἐείδομαι v. εἴδομαι.

Spanish (DGE)

v. εἴδομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐείδομαι: дор. Pind., Theocr. med. к *εἴδω.