ἐθέλῃσθα

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. prés. sbj. poét. de ἐθέλω.

Greek Monotonic

ἐθέλῃσθα: Επικ. αντί ἐθέλῃς, βʹ ενικ. υποτ. του ἔθελω.

Russian (Dvoretsky)

ἐθέλῃσθα: эп. 2 л. sing. praes. conjct. к ἐθέλω.