πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
ἐκπίμπρημι: πυρπολῶ, Θεόδ. Πρόδ. σ. 2.
ἐκπίμπρημι: зажигать, pass. зажигаться, гореть (ἡ ἐκπιμπραμένη φλόξ Arst.).