ἐκφευκτέον
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφευκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐκφεύγω, πρέπει νὰ ἐκφύγῃ, Cod. Par. 1195, fol. 223 r9.
Spanish (DGE)
hay que evitar καῦμα καὶ ψῦχος Archig. en Gal.13.168, τὴν Βαβυλῶνα Didym.in Zach.1.400.
ἐκφευκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐκφεύγω, πρέπει νὰ ἐκφύγῃ, Cod. Par. 1195, fol. 223 r9.
hay que evitar καῦμα καὶ ψῦχος Archig. en Gal.13.168, τὴν Βαβυλῶνα Didym.in Zach.1.400.