ἐμπολά

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

English (Slater)

ἐμπολά merchandise τόδε μὲν κατὰ Φοίνισσαν ἐμπολὰν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται (P. 2.67)

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολά: ἡ дор. = ἐμπολή.