ἐναπόκρυφος

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Spanish (DGE)

-ον
1 oculto, secreto θεὲ ἐναπόκρυφε τῆς τῶν ἐν Ἰνδίᾳ οἰκητόρων A.Thom.A 123.
2 apócrifo βιβλία Epiph.Const.Haer.8.6.5.