ἐνορχής

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Spanish (DGE)

-ές
entero, sin castrar παῖδας ... ἐξέταμνον καὶ ἐποίευν ἀντὶ εἶναι ἐνορχέας εὐνούχους Hdt.6.32, cf. 8.105, de anim. τρία ἱερῆιια τέλεια· τούτων ἓν θῆλυ, ἓν δὲ ἐνορχές Milet 1(3).133.20 (V a.C.).