ἐξαιρῶ

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Mantoulidis Etymological

(=ἀφαιρῶ, διαλέγω). Σύνθετο ἀπό τό ἐκ + αἱρῶ.
Παράγωγα: ἐξαιρέσιμος, ἐξαίρεσις, ἐξαιρετέος, ἐξαιρετός, ἐξαίρετος.