ἐξιδρύω

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ], make to sit down, S.OC11:—Med., βίοτον ἐξιδρυσάμην I have settled, E.Fr.884.

German (Pape)

[Seite 881] niedersetzen u. ausruhen lassen, Soph. O. C. 11. – Med., τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην, habe mich abgesondert niedergelassen, Eur. frg. inc. 134.

French (Bailly abrégé)

faire asseoir.
Étymologie: ἐξ, ἱδρύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξιδρύω:
1 усаживать, сажать (τινά Soph.);
2 селить: τηλοῦ τινος βίοτον ἐξιδρύεσθαι Eur. селиться вдали от чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιδρύω: μέλλ. -ύσω ῡ, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, στῆσόν με κἀξίδρυσον, σταμάτησέ με καὶ βάλε με νὰ καθίσω, Σοφ. Ο. Κ. 11. - Μέσ., τηλοῦ γὰρ οἴκων βίοτον ἐξιδρυσάμην, ἀποκατέστην, Εὐρ. Ἀποσπ. 877.

Greek Monolingual

ἐξιδρύω (Α)
βάζω κάποιον να καθίσει («στῆσόν με κἀξίδρυσον» — σταμάτησε με και βάλε με να κάτσω, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐξιδρύω: μέλ. -ύσω [ῡ], βάζω κάποιον να καθίσει, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ύσω
to make to sit down, Soph.