ἐπαπείλησις

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

German (Pape)

[Seite 904] ἡ, Drohung, Suid. v. ἀνάτασις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαπείλησις: -εως, ἡ, ἀπειλή, Σουΐδ. ἐν λ. ἀνατάσεις.

Greek Monolingual

ἐπαπείλησις, η (AM) επαπειλώ
απειλή, φοβέρα, εκφόβιση.