Epic and Doric 2 sg. of εἰμί sum.
2ᵉ sg. prés. épq. et dor. de εἰμί.
ἐσσί: дор. 2 л. sing. praes. к ἐμμί (= εἰμί).
ἐσσί: Δωρ. β΄ ἑνικ. τοῦ ἐμμὶ (Δωρ. ἀντὶ τοῦ εἰμί).
see εἰμί.
ἐσσί: Δωρ. βʹ ενικ. του ἐμμί, Δωρ. αντί εἰμί (sum).