ἑκατονταπλασίως

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτονταπλασίως: ἐπίρρ. ἑκατοντάκις περισσότερον, Ἑβδ. (Α΄. Παραλ. ΚΑ΄, 3).