ἑτοιμόσβεστος

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

German (Pape)

[Seite 1053] leicht erlöschend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμόσβεστος: -ον, ὁ ἕτοιμος νὰ σβεσθῇ, «εὐκολόσβυστος», Ψευδο-Χρυσ. τ. 9, σ. 898Α.