ἔπηλα

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source

French (Bailly abrégé)

ao. de πάλλω.

Greek Monotonic

ἔπηλα: αόρ. αʹ του πάλλω.