Ἐρημικά
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
Greek (Liddell-Scott)
Ἐρημικά: -ῶν, τά, τόπος ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1010Β, Σωζομ. 1373C.
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
Ἐρημικά: -ῶν, τά, τόπος ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, Παλλαδ. Λαυσ. 1010Β, Σωζομ. 1373C.