ἠλιτόβατος

German (Pape)

[Seite 1163] hat Eust. zur Erkl. von ἠλίβατος gebildet, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλιτόβατος: Εὐστάθ. πρὸς Ἑρμηνείαν τοῦ ἠλίβατος.