ἠμφίεσα

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

French (Bailly abrégé)

v. ἀμφιέννυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἠμφίεσα: aor. к ἀμφιέννυμι.