ἡλιογέννητος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek (Liddell-Scott)

ἡλιογέννητος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἡλίου γεννηθείς, ὡς καὶ νῦν, κόρη Ἀκρίτου ἔπος ἐκδ. Α. Μηλιαράκη στ. 2984· κοράσιον ἡλιογέννητον Λυβ. κ. Ροδ. στ. 1716, ἐκδ. Wagner.