ποδος, ὁ, half-foot, Apollod.Poliorc.178.3.
[Seite 1169] οδος, ὁ, = ἡμιπόδιον, Sp.
ἡμίπους: ποδος, ὁ, ἥμισυς πούς, Ἀπολλόδ. Πολ. 34.
ἡμίπους, -οδός, ὁ (Α)μισό πόδι, ημιπόδιο.