ἡμίτομον

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source

Russian (Dvoretsky)

ἡμίτομον: (ῐ) τό половина (τοῦ ποδός Her.): τὰ ἡμίτομα διαθεῖναι Her. разложить (разрубленные) половины.

Middle Liddell

ἡμίτομον, ου, τό,
a half, Hdt.