ἡμιχίτων

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιχίτων: ὁ, ἡ, ὁ ἥμισυ ἔχων χιτῶνα, π. τοῦ ἀγ. Δημητρίου (Λεξ. Κουμαν.).