ἡμιχίτων
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιχίτων: ὁ, ἡ, ὁ ἥμισυ ἔχων χιτῶνα, π. τοῦ ἀγ. Δημητρίου (Λεξ. Κουμαν.).
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
ἡμιχίτων: ὁ, ἡ, ὁ ἥμισυ ἔχων χιτῶνα, π. τοῦ ἀγ. Δημητρίου (Λεξ. Κουμαν.).