ἤλπετο

English (LSJ)

v. ἔλπομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἤλπετο: ἴδε ἐν λ. ἔλπομαι.

Greek Monotonic

ἤλπετο: γʹ ενικ. παρατ. του ἔλπομαι.