Ἴσειον

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek (Liddell-Scott)

Ἴσειον: ῑ, τό, ναὸς τῆς Ἴσιδος, Πλούτ. 2. 352Α.

French (Bailly abrégé)

c. Ἰσεῖον.