ὀστοφόρος

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὀστοφόρος: -ον, ὁ ἔχων σκληροὺς πυρῆνας, ὀπῶραι Achmes Ὀνειρ. 151.