ὀψοποιητική

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
s.e. τέχνη;
l'art de la cuisine.
Étymologie: ὀψοποιέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀψοποιητική: ἡ (sc. τέχνη) поваренное искусство Arst.