ὑπανέμιος

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source

Greek Monotonic

ὑπᾱνέμιος: Δωρ. αντί του ὑπηνέμιος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπᾱνέμιος: дор. = ὑπηνέμιος.