ὑποδειγματικῶς
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Russian (Dvoretsky)
ὑποδειγμᾰτικῶς:
1 в качестве примера (μεμνῆσθαί τινος Sext.);
2 на примерах, наглядно (κατοπτεύειν τι Sext.).