ῥευστικῶς

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
avec affluence ou abondance.
Étymologie: ῥευστικός.

Russian (Dvoretsky)

ῥευστικῶς: в жидком виде: ῥ. διακείμενος Plut. находящийся в жидком состоянии.