ῥοδοπώλης

English (LSJ)

ῥοδοπώλου, ὁ, rose-seller, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 847] ὁ, Rosenhändler (?).

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ῥόδα, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο ανθοπώλης που πουλάει τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + -πώλης].