ανθοπώλης

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθοπώλης) (θηλ. ἀνθόπωλις και ἀνθοπῶλις, η)
αυτός που πουλά λουλούδια, έμπορος ή μεταπράτης λουλουδιών.