θεράπων
Ἐλευθέρου γάρ ἐστι τἀληθῆ λέγειν → Perhibere vera semper ingenuum decet → Die Wahrheit sagen ist des freien Mannes Art
English (LSJ)
οντος, ὁ, dat. pl.
A θεραπόντεσσι Pi.P.4.41; Aeol. θεράπων Sapph.74, gen. θερράπονος Choerob.in An Ox.2.242 (θεράπονος cod., cf. Hdn.Gr.2.302):—henchman, attendant, Od.16.253, etc.; companion in arms, squire, 4.23, etc.; ἡνίοχος θ. Il.5.580, 8.119; τώ οἱ ἔσαν κήρυκε . . καὶ θεράποντε 1.321; θεράποντε Διός Od. 11.255; θεράποντες Ἄρηος Il.2.110, etc.; Μουσάων θεράποντες h.Hom. 32.20, cf. Hes.Th.100, Thgn.769, Ar.Av.909 (lyr.); Ἔρως Ἀφροδίτης θ. Pl.Smp.203c, cf. Sapph. l.c.; worshipper, Ἀπόλλωνος Pi.O. 3.16, cf. Pl.Phd.85a; Ἄρεος BMus.Inscr.971 (Cypr., v B.C.): c. dat., οἶκος ξένοισι θεράπων devoted to the service of its guests, Pi.O.13.3; λωτὸς . . Μουσᾶν θ. E.El.717(lyr.): c. gen., attending upon, τῶν ἀδίκως δυστυχούντων Gorg.Fr.6 D. II servant, Hdt.1.30, 5.105, Ar.Pl.3,5, And.1.12, Lys.7.34, etc.; at Chios, slave, Eust. ad D.P. 533.
German (Pape)
[Seite 1200] οντος, ὁ, der Diener, bei Hom. bes. der Kriegsgefährte, der freie Mann, der an der Seite des Andern kämpft, wie Achilleus den Patroklos seinen θ. nennt, Il. 16, 244. 18, 152, und Meriones des Idomeneus θεράπων ist, 23, 113, u. 19, 143 alle griechischen Heerführer die θεράποντες des Agamemnon heißen. Bes. heißt so bei Hom. der Wagenlenker, Il. 8, 113, ἡνίοχος θεράπων, 13, 386, der wie der κήρυξ, Od. 18, 424, nicht zu der gewöhnlichen Dienerschaft zu rechnen ist. Allgemeiner sind es Aufwärter, Diener im Hause, θεράποντε δαήμονε δαιτροσυνάων Od. 16, 253, die aber nicht Knechte, δοῦλοι, sind, sondern freie Leute, die den Mächtigeren sich freiwillig zu ehrenvoller Dienstleistung unterordnen, wie Eteoneus, des Menelaus θεράπων, κρείων heißt, 4, 22. So sind die Könige θεράποντες des Zeus, Od. 11, 255, u. die tapferen Krieger θεράποντες Ἄρηος, Il. 2, 110 u. öfter; Μουσάων θεράποντες, die Dichter u. Sänger, H. h. 32, 20; vgl. Hes. Th. 769; ähnl. λωτός, Μουσᾶν θερ., Eur. El. 717; übh. Verehrer, wie Ἀπόλλωνος θεράπων Pind. Ol. 3, 17. Vgl. τῆς Ἀφροδίτης ἀκόλουθος καὶ θεράπων γέγονεν ὁ Ἔρως, Plat. Conv. 203 c. – Uebh. Diener, Ar. Plut. 3 Av. 516; Her. 5, 105; Xen. Cyr. 8, 2, 16; περὶ τὰ ἐπιτήδεια 8, 5, 6; Thuc. 7, 13; ἄνευ θεραπόντων αὐτοῖς ἑαυτῶν διακονήσεις Plat. Legg. I, 633 c. – Adjectivisch Pind. οἶκον ξένοισι θεράποντα, das den Fremden dient, das gastliche, O. 13, 3.
Greek (Liddell-Scott)
θεράπων: ᾰ, οντος, ὁ, δοτ. πληθ. θεραπόντεσσι Πίνδ. Π. 4. 71: - ὑπηρέτης, «ἀκόλουθος», Ὀδ. Π. 253, κτλ.· ἀλλὰ παρὰ τοῖς ἀρχαιοτάτοις Ἕλλησιν ἀείποτε διαφέρει τοῦ δοῦλος, δηλοῦν ἐλευθέραν καὶ ἔντιμον ὑπηρεσίαν (πρβλ. δράστης)· καὶ παρ’ Ὁμ. εἶναι πολλάκις = τῷ ἑταῖρος, ὀπάων, σύντροφος ἐν ὅπλοις, ἂν καὶ κατώτερος κατὰ τὴν τάξιν ἢ τὸ ὄνομα, ὡς ὁ Πάτροκλος ἦτο θεράπων τοῦ Ἀχιλλέως, Ἰλ. Π. 244, Σ. 152· ὁ Μηριόνης τοῦ Ἰδομενέως, Ψ. 113· ὁ Ἐτεωνεὺς τοῦ Μενελάου (καὶ ὅμως καλεῖται κρείων), Ὀδ. Δ. 222· καὶ πάντες οἱ Ἕλληνες ἡγεμόνες καλοῦνται θεράποντες τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἰλ. Τ. 149· - ἀλλαχοῦ ἰδιαιτέρως καλεῖται οὕτως ὁ ἡνίοχος, ἡνίοχος θεράπων Ε. 580, Θ. 119· καὶ ὁ κήρυξ, Α. 321, Ὀδ. Σ. 424· προσέτι οἱ βασιλεῖς ἐκαλοῦντο Διὸς θεράποντες Λ. 255· οἱ πολεμισταὶ θεράποντες Ἄρηος Ἰλ. Β. 110, κτλ.· ἀοιδοὶ καὶ ποιηταὶ Μουσάων θεράποντες Ὕμν. Ὁμ. 32. 20, Ἡσ. Θ. 100, Θέογν. 769, Ἀριστοφ. Ὄρν. 909· ὁ Ἔρως εἶναι Ἀφροδίτης θ., Πλάτ. Συμπ. 203C· ἀκολούθως καθόλου, λάτρις, Ἀπόλλωνος Πίνδ. Ο. 3. 30, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνι 85Α· - μετὰ δοτ., οἶκος ξένοισι θεράπων Πίνδ. Ο. 13. 3· λωτός, θ. Μουσῶν Εὐρ. Ἡλ. 717. ΙΙ. βραδύτερον ἁπλῶς, ὑπηρέτης, Ἡρόδ. 1. 30.. 5. 105. Ἀριστοφ. Πλ. 3. 5. κτλ.· καὶ ἐν Χίῳ θεράποντες ἐκαλοῦντο οἱ δοῦλοι, Ἀρνόλδ. Θουκ. 8. 40, πρβλ. Ἀνδοκ. 2. 35, Λυσ. 111. 17.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
qui prend soin de :
1 serviteur dévoué, suivant ; p. ext. serviteur d’Arès (guerrier), des Muses (poète);
2 serviteur à gages.
Étymologie: θέραψ.
English (Autenrieth)
οντος: attendant, comrade at arms (esquire, not servant), cf. Od. 11.255, Il. 2.110, Od. 4.23.
English (Slater)
θερᾰπων
a adj., ministering to c. dat. οἶκον ἥμερον ἀστοῖς, ξένοισι δὲ θεράποντα (O. 13.3)
b servant δᾶμον Ὑπερβορέων Ἀπόλλωνος θεράποντα (O. 3.) 16. “ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ λυσιπόνοις θεραπόντεσσιν φυλάξαι” i. e. sailors (P. 4.41) Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ θεράποντα ὑμέτερον (Pae. 5.45) ἄγοις, ὦ κλυτά, θεράποντα, Λατοῖ fr. 94c. 3. fig., θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ (sc. Δαμόφιλος καιρῷ) (P. 4.287)
English (Strong)
apparently a participle from an otherwise obsolete derivative of the base of θέρος; a menial attendant (as if cherishing): servant.
English (Thayer)
θεράποντός, ὁ (perhaps from a root to hold, have about one; cf. English retainer; Vanicek, p. 396; from Homer down), the Sept. for עֶבֶד, an attendant, servant: of God, spoken of Moses discharging the duties committed to him by God, διάκονος.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. θεράπαινα και θεραπαινίδα, η (Α θεράπων, θηλ. θεράπαινα και θεραπαινίς)
1. αυτός που περιποιείται κάποιον, που φροντίζει για κάποιον («θεράπων ιατρός»)
2. αυτός που παρέχει τις υπηρεσίες του σε κάποιον επί μισθώ, ο υπηρέτης («πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ὡς θεράπων», ΚΔ)
νεοελλ.
1. αυτός που επιδίδεται με κάτι με ζήλο («θεράπων τών επιστημών»)
2. ζωολ. γένος περκόμορφων οστεοϊχθύων της οικογένειας theraponidae
3. φρ. α) «θεράπων της θέμιδος» — νομικός, δικηγόρος
β) «ταπεινότατος θεράπων» — φράση που τίθεται πριν από την υπογραφή σε επιστολή προς υψηλό πρόσωπο
αρχ.
1. σύντροφος, ακόλουθος («δοιὼ θεράποντε», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που προσφέρει σε κάποιον ορισμένη υπηρεσία («ἡνίοχον θεράποντα», Ομ. Ιλ.)
3. ο λάτρης («παρὰ τὸν θεὸν ἀπιέναι, οὖπερ εἰσὶ θεράποντες», Πλάτ.)
4. ο δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. για την ερμηνεία της οποίας υποστηρίχθηκαν δύο, κυρίως, απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη, αρχική θεωρείται η σημ. του θεράπνη «κατοικία, διαμονή» (πρβλ. λακων. τοπωνύμιο θεράπνᾶ, -αι), από την οποία προήλθε υστερογενώς η σημ. «υπηρέτρια, δούλη» (πρβλ. και οικέτης < οίκος). Η όλη λεξιλογική οικογένεια έχει, κατ' αυτόν τον τρόπο, προελληνική προέλευση και παρατηρείται μια πρωτοϊνδοευρωπαϊκή αντιστοιχία με το τέραμνα «σπίτια», ενώ το θέραψ, παράλληλος τ. του θεράπων, συνδέεται με το λατ. trabs «δοκός, ρόπαλο, ακόντιο». Όμως αυτή η υπόθεση δεν λαμβάνει υπ' όψιν την αρχική σημ. της λ. θεράπων «εταίρος, ακόλουθος» (Ομ.). Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, η λ. θέραψ είναι δάνειο από χεττ. tarpašša-, ενώ η λ. θεράπων από χεττ. tarpan-. Από σημασιολογικής απόψεως η λ. θεράπων με την παρακμή της φεουδαλικής κοινωνίας έπαψε να δηλώνει τον επί μισθῴ, ακόλουθο ή τον σκλάβο που υπηρετούσε τον αφέντη του και εξελίχθηκε σ' αυτόν που ασχολείται με τη φροντίδα ή την περιποίηση ενός πράγματος (βλ. και λ. θεραπεύω). Τέλος, σε πολλές ινδοευρωπ. γλώσσες δεν υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ τών λέξεων με σημ. «σκλάβος» και «υπηρέτης». Μια λέξη με σημ. «σκλάβος» μπορεί να δηλώνει και τον υπηρέτη (πρβλ. λατ. servus) και αντίστροφα (πρβλ. λατ. famulus, ancilla). Στην Ελληνική απαντούν πολλά συνώνυμα της λ. θεράπων, όπως ανδράποδον, διάκονος, δούλος, οικέτης, σκλάβος, υπηρέτης, για τα οποία βλ. λ. δούλος. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. therapon.
ΠΑΡ. αρχ. θεράπαινα, θεραπίδιον, θεράπνη, θεραπόντιον, θεραποντίς, θεραπουσία.
Greek Monotonic
θεράπων: [ᾰ], -οντος, ὁ, ποιητ. δοτ. πληθ. θεραπόντεσσι·
I. υπηρέτης, ακόλουθος, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· διαφέρει προς το δοῦλος, καθώς υποδηλώνει ελεύθερη υπηρεσία· στον Όμηρ., ο σύντροφος στα όπλα, ωστόσο κατώτερος σε τάξη· όπως ήταν ο Πάτροκλος σύντροφος του Αχιλλέα, ο Μηριόνης του Ιδομενέα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως ο αρματηλάτης είναι ο ἡνίοχος θεράπων· οι βασιλιάδες ήταν οι Διὸς θεράποντες· οι πολεμιστές ήταν οι θεράποντες Ἄρηος κ.λπ.· με δοτ., οἶκος ξένοισι θεράπων, αφιερωμένος, προσηλωμένος στην υπηρεσία των φιλοξενουμένων του, σε Πίνδ.
II. έπειτα, απλά, υπηρέτης, σε Ηρόδ.· στη Χίο, οι θεράποντες ήταν όνομα που χρησιμοποιούσαν για τους δούλους τους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
θεράπων: οντος (ᾰ) ὁ
1) спутник, товарищ, помощник, соратник, приближенный: θ. Ἀχιλῆος Hom. боевой друг Ахилла, т. е. Πάτροκλος; ἡνίοχος θ. Hom. возница (Гектора), т. е. Ἠνιοπεύς;
2) перен. ученик или служитель: Μουσάων θεράποντες HH, Hes. ученики или служители Муз, т. е. поэты; λωτὸς θ. Μουσῶν Eur. свирель из лотоса, служительница Муз;
3) слуга (преимущ. наемный) (θεραπόντων ὄχλος Arst.): οἱ περὶ τὰ ἐπιτήδεια θεράποντες Xen. слуги, ведающие продовольствием.
οντος adj. m готовый к услугам, гостеприимный, радушный (οἶκος θ. ξένοισι Pind.).