ὑόφθαλμος
English (LSJ)
ὁ, = ἀστὴρ Ἀττικός, Ps.-Dsc.4.119.
Greek (Liddell-Scott)
ὑόφθαλμος: ὁ, φυτὸν τὸ καὶ ἀστὴρ Ἀττικὸς καλούμενον, Λατινιστὶ δὲ inguinali, Apvl. herb. 61.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το φυτό που ο Διοσκορίδης ονόμαζε αστήρ ο αττικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + ὀφθαλμός.
Translations
Michaelmas daisy
English: blue daisy, Italian aster, European Michaelmas daisy, Michaelmas daisy, Italian starwort; Finnish: elokuunasteri; French: marguerite de la Saint-Michel; German: Berg-Aster; Ancient Greek: ἀστέριον, ἀστερίσκος, ἀστὴρ Ἀττικός, ὑόφθαλμος; Latin: amellus, Aster amellus; Welsh: blodyn Mihangel, ffarwel haf