αιτιότητα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(2)
(No difference)

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. σχέση αιτίας και αποτελέσματος
2. υπαιτιότητα, ενοχή
3. «αρχή της αιτιότητας» — το φιλοσοφικό αξίωμα ότι κάθε γεγονός έχει την αιτία του και οι ίδιες αιτίες -υπό τις αυτές συνθήκες- παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίτιον ή αιτία].