αιτιότητα: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(2) |
(No difference)
|
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(2) |
(No difference)
|
η
1. σχέση αιτίας και αποτελέσματος
2. υπαιτιότητα, ενοχή
3. «αρχή της αιτιότητας» — το φιλοσοφικό αξίωμα ότι κάθε γεγονός έχει την αιτία του και οι ίδιες αιτίες -υπό τις αυτές συνθήκες- παράγουν τα ίδια αποτελέσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίτιον ή αιτία].