ανυπακοή: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(5)
(No difference)

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
έλλειψη υπακοής και πειθαρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + υπακοή. Η λ. μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel].