ἀσύμφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(big3_7)
(6)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no fusionado o mezclado]], [[distinto]] καὶ πάντα ἀπὸ πάντων ἀμιγῆ καὶ ἀσύμφυρτα διασώζουσα Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.896A.<br /><b class="num">2</b> [[carente de confusión]], [[ordenado]] εὐταξία Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.240A, τάξις Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.377A.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no fusionado o mezclado]], [[distinto]] καὶ πάντα ἀπὸ πάντων ἀμιγῆ καὶ ἀσύμφυρτα διασώζουσα Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.896A.<br /><b class="num">2</b> [[carente de confusión]], [[ordenado]] εὐταξία Dion.Ar.<i>CH</i> M.3.240A, τάξις Dion.Ar.<i>EH</i> M.3.377A.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀσύμφυρτος]], -ον) [[συμφύρω]]<br /><b>1.</b> [[χωρίς]] [[σύμφυρση]], [[αμιγής]], [[καθαρός]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[ακαταστασία]], [[τακτικός]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 380] nicht gemengt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύμφυρτος: -ον, μὴ συμπεφυρμένος, ἄμικτος, Διον. Ἀρεοπ. σ. 74Α, 236Β, 478D κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. ἀσυμφύρτως Παχυμ. εἰς Διον. Ἀρεοπ. σ. 122.

Spanish (DGE)

-ον
1 no fusionado o mezclado, distinto καὶ πάντα ἀπὸ πάντων ἀμιγῆ καὶ ἀσύμφυρτα διασώζουσα Dion.Ar.DN M.3.896A.
2 carente de confusión, ordenado εὐταξία Dion.Ar.CH M.3.240A, τάξις Dion.Ar.EH M.3.377A.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσύμφυρτος, -ον) συμφύρω
1. χωρίς σύμφυρση, αμιγής, καθαρός
2. χωρίς ακαταστασία, τακτικός.