3,277,119
edits
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η <b>Ζωολ.</b><br />το μεγαλύτερο σύγχρονο [[ελάφι]]. Ανήκει στην [[τάξη]] Αρτιοδάχτυλα (Μηρυκαστικά), στην [[οικογένεια]] Cervidae και την [[υποοικογένεια]] Cervinae. Πρόκειται για το μοναδικό [[είδος]] του γένους Alces. Είναι ογκώδες, με [[μακριά]] πόδια και [[κοντό]] λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη γερμανικής προελεύσεως, που πέρασε ως [[δάνειο]] στην ελληνική και στη λατινική [[γλώσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> λ. <i>ali</i><i>ē</i> ή <i>ali</i><i>ē</i><i>s</i> στον Καίσαρα]. | |mltxt=η <b>Ζωολ.</b><br />το μεγαλύτερο σύγχρονο [[ελάφι]]. Ανήκει στην [[τάξη]] Αρτιοδάχτυλα (Μηρυκαστικά), στην [[οικογένεια]] Cervidae και την [[υποοικογένεια]] Cervinae. Πρόκειται για το μοναδικό [[είδος]] του γένους Alces. Είναι ογκώδες, με [[μακριά]] πόδια και [[κοντό]] λαιμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη γερμανικής προελεύσεως, που πέρασε ως [[δάνειο]] στην ελληνική και στη λατινική [[γλώσσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> λ. <i>ali</i><i>ē</i> ή <i>ali</i><i>ē</i><i>s</i> στον Καίσαρα]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἀλκή]])<br />η σωματική [[ισχύς]] που μετουσιώνεται σε [[δράση]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[δύναμη]], [[ανδρεία]], [[θάρρος]], [[ευψυχία]] (σε [[διάκριση]] από τη [[ρώμη]] που σημαίνει [[απλώς]] τη σωματική [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακμή]] τών σωματικών δυνάμεων, [[ρώμη]], [[ευρωστία]], [[σφρίγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[δύναμη]] γενικά (π. χ. «κύματος [[ἀλκή]]»)<br /><b>2.</b> [[δύναμη]] για [[απόκρουση]] κινδύνου, [[προφύλαξη]], [[υπεράσπιση]]<br /><b>3.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]]<br /><b>4.</b> [[συμπλοκή]], [[μάχη]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἁλκαί</i><br />ανδραγαθήματα, κατορθώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀλκὴν ποιοῡμαι», [[προσφέρω]] [[βοήθεια]]<br />«τρέπομαι εἰς (ή πρὸς) ἀλκήν», [[αντιστέκομαι]], [[είμαι]] [[έτοιμος]] να υπερασπίσω τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]. Βλ. και [[ἄλαλκε]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄλκιμος]] <b>αρχ.</b> [[ἀλκαῖος]], [[ἀλκήεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλκίβιος]], [[ἀλκίφρων]], [[ἀναλκής]], [[ἄναλκις]], [[ἑτεραλκής]], [[παναλκής]]<br />κύρια ονόματα <i>Ἀλκιβιάδης</i>, <i>Ἀλκιμέδων</i>, <i>Ἀλκιμένης</i>, <i>Ἀλκίνοος</i>]. | |||
}} | }} |