ἀλκή

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλκή Medium diacritics: ἀλκή Low diacritics: αλκή Capitals: ΑΛΚΗ
Transliteration A: alkḗ Transliteration B: alkē Transliteration C: alki Beta Code: a)lkh/

English (LSJ)

ἡ, (cf. ἀλέξω)
A strength as displayed in action, prowess, courage, poet. word (also in Hdt., Th., and later Prose, Ti.Locr. 103b, Arist.EN1115b4, Pol.1338a20, etc.), in Hom. joined with σθένος Il.17.212, Od.22.237; with μένος Il.9.706; with ἠνορέη Od.24.509; ἐπιειμένοι ἀλκήν Il.8.262; φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν 20.381; δύεσθαι ἀλκήν 9.231:—later, χερὸς ἀλκᾷ Pi.O.10(11).100; θηρία ἐς ἀλκὴν ἄλκιμα Hdt. 3.110: generally, force, might, συνῆψαν ἀλκήν E.Supp.683; κατ' ἀλκήν, opp. κατὰ σύνεσιν, Arr. Tact.12.11: in plural, feats of strength, bold deeds, Pi.N.7.12, B.10.126, E.Rh.933, Hierocl.p.33.61A.
II strength to avert danger, defence, help, Διὸς ἀ. Il.15.490, cf.8.140; οὐδέ τις ἀ. Od.12.120, 22.305; ποῦ τις ἀ.; A.Pr.546; ἀ. βελέων S. Ph.1151; δορός E.Ph.1098: also ὰ. τινος defence or aid against thing, Hes.Op. 201, Pi.N.7.96, S.OT218; ἀλκὴν ποιεῖσθαι give aid, OC459; ἀ. τιθέναι make a defence, ib. 1524; ἐς or πρὸς ἀ. τρέπεσθαι turn and resist, stand on one's guard, Hdt.2.45, 3.78, Th.2.84; στρέψας πρὸς ἀ. E. Andr.1149; ἐς ἀ. ἐλθεῖν Id.Ph.421; ἀλκῆς μεμνῆσθαι Hdt.9.70; ἐν οἷς ἐστιν ἀ. where they can defend themselves, Arist.ENl.c.
III battle, fight, A.Th.498,569, 878 codd., E.Med.264.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Morfología: [para ἀλκί v. ἄλξ
I 1 fuerza auxiliadora, ayuda, asistencia c. gen. subjet. Διὸς ἀ. Il.15.490, 8.140, βελέων ἀ. S.Ph.1151, δορός E.Ph.1098, abs. ἀλκὴν ποιεῖσθαι = prestar ayuda S.OC 459, ἀλκὴν τιθέναι S.OC 1524 (pero tb. ἀλκὴν ποιούμενος = procurándose ayuda Sol.24.26).
2 ayuda, defensa, protección contra c. gen. obj. κακοῦ Hes.Op.201, κακῶν E.Andr.28, S.OT 218, ἀμαχανιᾶν Pi.N.7.96
abs. defensa, resistencia ἐς ἀλκὴν τρέπεσθαι = dar cara y resistir Hdt.2.45, Th.2.84, πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι Hdt.3.78, στρέψας πρὸς ἀλκὴν E.Andr.1149, ἐς ἀλκὴν ἐλθεῖν E.Ph.421, ἀλκῆς μεμνῆσθαι Hdt.9.70, ἐν οἷς ἐστιν ἀ. = las situaciones en que hay posibilidad de defensa Arist.EN 115b4, λειπόμενοι τῆς ἡμετέρας ἀλκῆς = viéndose privados de nuestra protección LXX 3Ma.3.18.
3 refugio A.Supp.832.
II 1 fuerza física, vigor χερὸς ἀλκᾷ Pi.O.10.100, τρισώματος ἀ. de la Quimera, E.Io 204
de un orador fuerza, punto fuerte ἐν τῷ ... τὴν ἀλκὴν ἔχειν D.H.Th.23.8, κατ' ἀλκήν op. κατὰ σύνεσιν Arr.Tact.12.11
de anim. ἀλκαὶ θηρίων Plu.2.341e, ἐλεφάντων Plb.12.3.5, cf. 10.41.7.
2 indistintamente valor, coraje, intrepidez junto c. μένος Il.9.706, ἠνορέη Od.24.509, σθένος Il.17.212, βία D.S.3.35, δύναμις D.S.3.35, φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν Il.20.381, ἑή τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή Il.16.753, ἤ τ' ἀλκῆς ἤ τε φόβοιο Il.17.42, αἰδεσθέντες ἀλκάν = no queriendo deshonrar su valor Pi.P.4.173, τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ Th.2.87, περὶ ἀλκῆς cierta competición para efebos IG 22.2113.57, 2130.90 (II d.C.).
3 plu. hazañas, proezas Pi.N.7.12, B.11.126, E.Rh.933, Hierocl.p.32.61.
III lucha, batalla ἐν ἀλκᾷ πρὸ Δαρδάνου τειχέων Pi.O.13.55, συνῆψαν ἀλκήν = trabaron combate E.Supp.683, cf. A.Th.498, 569, ἐς ἀλκὴν καὶ σίδηρον E.Med.264, ζῆλόν τινα πρὸς ἀλκὴν ἐμποιοῦντες = aportando un cierto ardor a la lucha Chrysipp.Stoic.3.177.
• Etimología: Cf. ἀλέξω.

German (Pape)

[Seite 99] ἡ, Hom. dat. ἀλκί, Aeolisch, immer ἀλκὶ πεποιθώς Versende, Iliad. 5, 299. 13, 471. 17, 61. 728. 18, 158 Od. 6, 130, ἀλκῖ Od. 24, 509; – a) Stärke, Körperkraft, Od. 9, 214. 514 μεγάλην ἐπιειμένον ἀλκήν, 17, 315 ταχυτῆτα καὶ ἀλκήν, Iliad. 19, 161 πάσασθαι σίτου καὶ οἴνοιο· τὸ γὰρ μένος ἐστὶ καὶ ἀλκή, 17, 212 πλῆσθεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σθένεος, 13. 330 φλογὶ εἴκελον ἀλκήν. 17, 281 συῒ εἴκελος ἀλκήν, 13, 786 ἀλκῆς δευήσεσθαι, 6, 265 μή μ' ἀπογυιώσῃς, μένεος δ' ἀλκῆς τε λάθωμαι, Od. 22, 237 σθένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν; – Pind. χερός Ol. 11, 105, γεύεται ἀλκᾶς ἀπειράντου P. 9, 36; Tragg., ἀλκῇ πεποιθώς Aesch. Ch. 234; τρισώματος ἀλκή Eur. Ion 204 ch., von der Chimära. – b) geistige Stärke. Müth, Herzhaftigkeit, Iliad. 20, 381 φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν, 17. 499 ἀλκῆς καὶ σθένεος πλῆτο φρένας, 16, 157 τοῖσίν τε περὶ φρεσὶν ἄσπετος ἀλκή, 3, 45 οὐκ ἔστι βίη φρεσίν, οὐδέ τις ἀλκή, 4, 245 οὐδ' ἄρα τίς σφι μετὰ φρεσὶ γίγνεται ἀλκή, 16, 753 ἑή τέ μιν ὤλεσεν ἀλκή, Od. 24, 509 ἀλκῇ τ' ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα; übrigens ist Muth u. Körperkraft bei Hom. nicht strenge geschieden, so daß man bei φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν auch an den Körper, bei πλῆσθεν μέλεα ἀλκῆς auch an den Geist denken muß, ἐκ τοῦ παρεπομένου; – Pind. φρενῶν ἀλκή N. 3, 39, wo Böckh ἀκμή lies't; Tyrt. 3, 9; αἰδεσθέντες ἀλκάν, Muth ehrend, mutig, Pind. P. 4, 173; τίς ἀλκὴτὸνθανόντ'ἐπικτανεῖν, was gehört dazu für Muth, Soph. Ant. 1017; u. in Prosa, Thuc. 6, 34; Xen. Hell. 4, 8, 18, Sp. – c) Abwehr, Schutzwehr, Beistand, Vertheidigung; Angriff, insofern er zur Vertheidigung dient; Iliad. 4, 234 μή πώ τι μεθίετε θούριδος άλκῆς, 418 καὶ νῶι μεδώμεθα θούριδος ἀλκῆς, 8, 174 μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς, 11, 313 λελάσμεθα θούριδος ἀλκῆς, 15, 527 εὖ εἰδότα θούριδος ἀλκῆς, Od. 2, 61 λευγαλέοι τ' ἐσόμεσθα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν, Iliad. 7, 164 θοῦριν ἐπιειμένοι ἀλκήν, 9, 231 εἰ μὴ σύ γε δύσεαι ἀλκήν, 15, 250 ἔπαυσε δὲ θούριδος ἀλκῆς, 17, 181 ἦ τινὰ καὶ Δαναῶν ἀλκῆς, μάλα περ μεμαῶτα, σχήσω ἀμυνέμεναι περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, 21, 578 καὶ περὶ δουρὶ πεπαρμένη οὐκ ἀπολήγει ἀλκῆς, 15, 490 ῥεῖα δ' ἀρίγνωτος Διὸς ἀνδράσι γίγνεται ἀλκή, 8, 140 ἦ οὐ γιγνώσκεις ὅ τοι ἐκ Διὸς οὐχ ἕπετ' ἀλκή, 13, 48 ἀλκῆς μνησαμένω, μηδὲ κρυεροῖο φόβοιο, 21, 528 κλονέοντο πεφυζότες, οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνετο, Od. 22, 305 οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνεται οὐδὲ φυγή, 12, 120 οὐδέ τις ἔστ' ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς, Iliad. 17, 42 ἀλλ' οὐ μὰν ἔτι δηρὸν ἀπείρητος πόνος ἔσται οὐδέ τ' ἀδήριτος, ἤτ' ἀλκῆς ἤτε φόβοιο, 5, 532 φευγόντων δ' οὔτ' ἂρ κλέος ὄρνυται οὔτε τις ἀλκή; – κακοῦ, gegen das Uebel, Hes. O-199; Theogn. 876; ἀμαχανιᾶν Pind. N. 7, 96; öfter bei Tragg., πόλεως ὑπερέχ ειν ἀλκάν Aesch. Spt. 197, die Stadt schirmen; βελέων ἀλκή, der Pfeile Schutz, Soph. Phil. 1136; ἀλκὴ κἀνακούφισις κακῶν O-R. 218 vgl. 42. 189; ὥς σοι γειτόνων ἀλκὴν τιθῇ, dich gegen die Nachbarn schütze, O. C. 1521; aber 460 ἀλκὴν ποιεῖσθαί τινος Jemand vertheidigen; ἀλκήν τιν' εὑρεῖν κακῶν Eur. Andr. 28. – d) Schlacht, Kampf, Tragg., Aesch. Spt. 480. 551. 859; ἀλκὴν συνῆψαν EUR. SUPPL. 705; εἰς ἀλκὴν ἔστρεφον, ἐλθεῖν, ibd. 700 Phoen. 435; πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι, steh zur Wehr setzen, Her. 3, 78. 9, 102; Plut. Arist. 18 Arat. 32 u. öfter; εἰς ἀλκὴν τρέπεσθαι Thuc. 2, 84; Arr. 3, 24, 2. – In Prosa brauchen es bes. die Sp.; sehr häufig Plut., auch geradezu für Truppenmacht, Heer, ἡ κατὰ θάλασσανἀλκή = ἡ ἀπὸ τῶν νεῶνἀλκή Them. 7 u. 4, ἀλκὴ καὶ δύναμις Alex. 5 Flamin. 7. – Plur. Pind N. 7, 12 Eur. Rhes. 930 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. force;
1 vigueur;
2 lutte, combat : ἐς ou πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι recourir à la force, en venir aux mains;
3 armée, flotte, etc.
4 puissance en gén.
5 force d'âme, courage;
II. force contre un danger, protection, défense ; aide, secours : ἀλκὴν ποιεῖσθαι ou τιθέναι τινός SOPH donner assistance à qqn ; τίς ἀλκή ; SOPH à quoi sert de … ? litt. quelle aide est-ce de… ?
Étymologie: R. Ἀλκ être fort.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκή: дор. ἀλκά
1 мужество, храбрость, отвага, Her., Plat., Arst.: φρεσὶν εἱμένος ἀλκήν Hom. исполненный отваги;
2 сила, могущество, мощь (μένος καὶ ἀ. Hom.; χερός Pind.; βελέων Soph.; τῶν ἔργων Thuc.);
3 защита, оплот, помощь, спасение (ἀλκήν τινα εὑρεῖν κακῶν Eur.): οὐδέ τις ἐστ᾽ ἀ. Hom. спасения здесь нет; ἀλκὴν τιθέναι или ποιεῖσθαί τινος Soph. оказать кому-л. помощь; ποῦ τίς ἀ.; Aesch. откуда (придет) помощь?;
4 схватка, бой, битва: πρὸς и ἐς ἀλκὴν τρέπεσθαι Her., Thuc., Plut., Diod. браться за оружие, вступать в бой; ἐς ἀλκὴν ελθεῖν περί τινος Eur. вступить в борьбу за что-л.;
5 вооруженные силы, войско (ἀ. μυρία Eur.): ἡ κατὰ θάλασσαν ἀ. Plut. военно-морские силы, флот.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκή: ἡ, (ἴδε ἐν λέξ. ἄλαλκε), ἰσχὺς ὅπως φαίνεται αὕτη ἐν τῇ ἐνεργείᾳ, ἀνδρεία, θάρρος, εὐψυχία καὶ οὕτω διακρίνεται ἀπὸ τῆς ῥώμης (ἥτις σημαίνει ἁπλῶς δύναμιν), ποιητ. λέξις (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἡροδ. καὶ τοῖς μεταγενεστέροις πεζοῖς, ὡς Τίμ. Λοκρ. 103Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 12, Πολ. 8. 3., 7, κτλ.), παρ’ Ὁμήρ. συνδεόμενον μετὰ τοῦ σθένος, βίη, ἠνορέη, μένος, Ἰλ. Ρ. 212, Ὀδ. Χ. 237, καὶ ἀλλ., ἰδίως ἐν φράσει ἐπιειμένος ἀλκήν, οὕτω: φρεσὶν εἱμένος, ἀλκήν, Ἰλ. Υ. 381· δύσεαι ἀλκήν, Ι. 231: ― μετέπειτα ὡσαύτως, χερὸς ἀλκᾷ, Πινδ. Ο. 10 (11), 122· θηρία ἐς ἀλκὴν ἄλκιμα, Ἡρόδ. 3. 110· καθόλου, δύναμις, ἰσχύς, συνῆψαν ἀλκὴν (ὡς τὸ σ. μάχην), Εὐρ. Ἱκ. 683: ― κατὰ πληθ., κατορθώματα δυνάμεως, τολμηρὰ ἔργα, Πινδ. Ν. 7. 18, Εὐρ. Ρῆσ. 933. ΙΙ. ἰσχὺς πρὸς ἀπόκρουσιν κινδύνου, προφύλαξις, ὑπεράσπισις, ἑπομένως καὶ: βοήθεια, ἐπικουρία, ἀντίληψις· Διὸς ἀλκή, Ἰλ. Ο. 490, πρβλ. Θ. 140· οὐδέ τις ἀλκή, Ὀδ. Μ. 120, Χ. 305· ποῦ τις ἀλκή; Αἰσχύλ. Πρ. 545· ἀλκὴ βελέων, Σοφ. Φ. 1151· δορός, Εὐρ. Φοίν. 1098: ― ἀλλ’ ἀλκή τινος, ὑπεράσπισις, βοήθεια κατά τινος πράγματος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 199, Πινδ. Ν. 7. 142, Σοφ. Ο. Τ. 218, πρβλ. ἄλκαρ: ἀλκὴν ποιεῖσθαι ἢ τιθέναι, παρέχειν ἐπικουρίαν, Σοφ. Ο. Κ. 459, 1524· ἐς ἢ πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι, στρέφομαι καὶ ἀνθίσταμαι, εἶμαι ἕτοιμος ὅπως φυλαχθῶ ἢ ὑπερασπίσω ἐμαυτόν, Ἡρόδ. 2. 45., 3. 78, Θουκ. 2. 84 ― στρέψας πρὸς ἀλκήν, Εὐρ. Ἀνδρ. 1149· ἐς ἀλκὴν ἐλθεῖν, ὁ αὐτ. Φοίν. 421· ἀλκῆς μεμνῆσθαι, Ἡρόδ. 9. 70· ἐν οἷς ἐστιν ἀλκή, ἔνθα [ὁ θάνατος] εἶναι βοήθεια, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 12· πρβλ. ὑπομένω ΙΙ. 3. ΙΙΙ. συμπλοκή, μάχη, Αἰσχυλ. Θήβ. 498, 569, 876, Εὐρ. Μήδ. 664.

English (Autenrieth)

ῆς (root αλκ), dat. ἀλκί, ἀλκῇ: defence, defensive strength, valor, might; common phrases, θούριδος ἀλκῆς, ἀλκὶ πεποιθώς, ἐπιειμένος ἀλκήν. Joined with βίη, μένος, σθένος, ἠνορέη. Personified, Il. 5.740.

Greek Monolingual

η Ζωολ.
το μεγαλύτερο σύγχρονο ελάφι. Ανήκει στην τάξη Αρτιοδάχτυλα (Μηρυκαστικά), στην οικογένεια Cervidae και την υποοικογένεια Cervinae. Πρόκειται για το μοναδικό είδος του γένους Alces. Είναι ογκώδες, με μακριά πόδια και κοντό λαιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη γερμανικής προελεύσεως, που πέρασε ως δάνειο στην ελληνική και στη λατινική γλώσσα (πρβλ. λ. aliē ή aliēs στον Καίσαρα].
η (Α ἀλκή)
η σωματική ισχύς που μετουσιώνεται σε δράση
2. ψυχική δύναμη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία (σε διάκριση από τη ρώμη που σημαίνει απλώς τη σωματική δύναμη
νεοελλ.
ακμή τών σωματικών δυνάμεων, ρώμη, ευρωστία, σφρίγος
αρχ.
1. η δύναμη γενικά (π. χ. «κύματος ἀλκή»)
2. δύναμη για απόκρουση κινδύνου, προφύλαξη, υπεράσπιση
3. βοήθεια, επικουρία
4. συμπλοκή, μάχη
5. στον πληθ. αἱ ἁλκαί
ανδραγαθήματα, κατορθώματα
6. φρ. «ἀλκὴν ποιοῦμαι», προσφέρω βοήθεια
«τρέπομαι εἰς (ή πρὸς) ἀλκήν», αντιστέκομαι, είμαι έτοιμος να υπερασπίσω τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί. Βλ. και ἄλαλκε.
ΠΑΡ. ἄλκιμος αρχ. ἀλκαῖος, ἀλκήεις.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀλκίβιος, ἀλκίφρων, ἀναλκής, ἄναλκις, ἑτεραλκής, παναλκής
κύρια ονόματα Ἀλκιβιάδης, Ἀλκιμέδων, Ἀλκιμένης, Ἀλκίνοος].

Greek Monotonic

ἀλκή: ἡ (ἄλαλκε),
I. ισχύς όπως φαίνεται στην πράξη, ανδρεία, θάρρος, ευψυχία, ἐπιειμένος ἀλκήν, ενδεδυμένος με ανδρεία, σε Ομήρ. Ιλ.· δύεσθαι ἀλκήν, στο ίδ.· στον πληθ., κατορθώματα ανδρείας, σε Πίνδ.
II. ισχύς προς απόκρουση κινδύνου, άμυνα, οχύρωση, προφύλαξη, υπεράσπιση, σε Όμηρ.· ἀλκή τινος, άμυνα ή βοήθεια σε κάτι, σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.· ἐς ή πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι, στρέφομαι και ανθίσταμαι, είμαι έτοιμος να προφυλαχθώ ή να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀλκῆς μεμνῆσθαι, στον ίδ.
III. συμπλοκή, μάχη, σε Αισχύλ., Ευρ.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: f.
Meaning: defence, help (Il.)
Other forms: aor. ἀλαλκεῖν (Hom.); place name Ἀλαλκομεναί (or is the resemblance fortuitous ?), Ἀλαλκομενηίς, epithet of Athena, from Alalkomenai (the interpretation protectress is prob. secondary). Root noun only in dat. sg. ἄλκ-ι (Hom.); ἄλκαρ defence.
Origin: IE [Indo-European] [32] *h₂elk-, *h₂lek- ward off, defend
Etymology: From the same root as ἀλέξω, with *h₂(e)lk- beside *h₂lek-s-.

Middle Liddell

ἄλαλκε
I. strength displayed in action, prowess, courage, boldness, ἐπιειμένος ἀλκήν clad in prowess, Il.; δύεσθαι ἀλκήν Il.: in plural feats of strength, Pind.
II. strength to avert danger, a defence, succour, Hom.; ἀλκή τινος defence or aid against a thing, Hes., Pind., etc.; ἐς or πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι to turn and resist, stand on one's guard, Hdt., etc.; so, ἀλκῆς μεμνῆσθαι Hdt.
III. battle, fight, Aesch., Eur.

Frisk Etymology German

ἀλκή: 1.
{alkḗ}
Meaning: Abwehr, Hilfe
See also: S. ἀλέξω.
Page 1,74

English (Woodhouse)

strength, bulwark against, defence against, means of defence, protection against, safeguard against, shelter from

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=δύναμη, ἀνδρεία). Ἀπό τό ἀλαλκεῖν, ἀόρ. β' τοῦ ἀλέξω (=ἀπομακρύνω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀλέξω.

Lexicon Thucydideum

virtus bellica, valor in war, 2.87.4,
robur, firmitas, strength, firmness, 6.34.9,
vires, strength, power, 1.80.3, 3.30.2, 4.32.4, [ubi alii volunt esse fortitudinem; cf. Popp. adn. where others wish it to mean courage; compare Poppo's note] ad vim propulsandam se convertere, to turn oneself to driving back force, 2.84.3, 3.108.1.

Translations

help

Afrikaans: hulp; Albanian: ndihmë; Arabic: مُسَاعَدَة‎, مَعُونَة‎; Moroccan Arabic: عْوين‎; Aragonese: achuda, aduya; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܗܲܝܲܪܬܵܐ‎, ܥܘܼܕܪܵܢܵܐ‎; Classical Syriac: ܥܘܕܪܢܐ‎; Armenian: օգնություն; Aromanian: agiutor; Assamese: সহায়; Asturian: ayuda, aida; Avar: кумек; Azerbaijani: kömək, yardım, köməklik; Bashkir: ярҙам; Basque: laguntza; Belarusian: дапамога; Bengali: সাহায্য, মদদ; Bulgarian: помощ; Catalan: ajuda; Chechen: гӏо; Chinese Dungan: бонцу, бон; Mandarin: 幫/帮, 幫助/帮助; Chukchi: вэнратгыргын; Cornish: gweres, skoodhyans; Czech: pomoc; Danish: hjælp; Dutch: hulp; Esperanto: helpo; Estonian: abi; Extremaduran: ayua; Faroese: hjálp; Finnish: apu; French: aide, secours; Friulian: jutori; Galician: axuda; Gallurese: aggjutu, adiutoriu; Georgian: დახმარება; German: Hilfe; Greek: βοήθεια; Ancient Greek: ἀλέξημα, ἄλεξις, ἀλκή, ἀνάληψις, ἀντέπαλξις, ἀντίληψις, ἀρηγοσύνη, ἄρηξις, ἄρκεσις, ἄρκεσμα, ἄρκιον, ἄρος, ἀρωγή, βοάθεια, βοάθοια, βοή, βοήθεια, βοηθείη, βοήθημα, βοήθησις, διακονία, ἕλξις, ἐπάρκεσις, ἐπικουρία, ἐπωφέλημα, προσωφέλημα, προσωφέλησις, τιμωρία, ὠφέλεια, ὠφέλησις; Haitian Creole: èd; Hawaiian: kōkua; Hebrew: עֶזְרָה‎, סיוע‎; Hindi: मदद, सहायता, उपकार; Hungarian: segítség; Icelandic: hjálp, aðstoð, fulltingi; Ido: helpo; Indonesian: bantuan, pertolongan; Ingush: гӏо; Interlingua: adjuta, succurso; Irish: cabhair, cuidiú, cúnamh; Italian: aiuto, ausilio; Japanese: 助け, 手助け, 手伝い, ヘルプ; Kapampangan: saup, sawup; Kazakh: көмек, жәрдем; Khmer: ជំនួយ; Korean: 도움; Kumyk: болушлукъ; Kurdish Central Kurdish: یارمەتی‎; Northern Kurdish: alîkarî, destek, yarmetî, komekî, piştevanî, piştgirî, misaede; Kyrgyz: жардам, көмөк; Latin: auxilium, adiumentum; Latvian: palīdzība; Lithuanian: pagalba; Luxembourgish: Hëllef; Macedonian: помош; Malay: pertolongan, bantuan; Malayalam: സഹായം; Maltese: għajnuna, għajnuna; Mongolian: тусламж; Mòcheno: hilf; Nepali: सहयोग, मदत्; Ngazidja Comorian: nusra; Norwegian: hjelp; Old Church Slavonic Cyrillic: помощь; Oriya: ସହାୟତା; Oromo: gargaarsa; Ossetian: ӕххуыс; Persian: کمک‎, یاری‎; Plautdietsch: Help; Polish: pomoc; Portuguese: ajuda, socorro, auxílio; Romanian: ajutor, asistență; Russian: помощь; Sardinian Campidanese: aggiudu; Logudorese: ayudu, azudu; Sassarese: aggiuddu; Serbo-Croatian Cyrillic: по̏мо̄ћ; Roman: pȍmōć; Sicilian: ajutu; Slovak: pomoc; Slovene: pomoč; Sorbian Lower Sorbian: pomoc; Upper Sorbian: pomoc; Southern Altai: болуш; Spanish: ayuda, socorro, auxilio; Swahili: msaada; Swedish: hjälp; Tagalog: tulong; Tajik: комак, ёри, ёрдам; Tamil: உதவி; Tatar: ярдәм; Telugu: సహాయము, సాయము; Thai: ความช่วยเหลือ; Tocharian B: ekito, upacai; Turkish: yardım; Turkmen: ýardam, kömek; Ukrainian: допомога, поміч; Urdu: مدد‎; Uyghur: ياردەم‎; Uzbek: yordam, bermoq, koʻmak; Vietnamese: giúp, giúp đỡ, trợ giúp, hỗ trợ; Volapük: yuf; Walloon: aidance, aidaedje, aide; Welsh: help, cymorth, cynhorthwy, help llaw; West Frisian: help; Yagnobi: ёрдам; Yakut: көмө; Yiddish: הילף‎; Zazaki: phasti, yardım; Zhuang: bangcoh, bang

strength

Arabic: قُوَّة‎; Egyptian Arabic: قوة‎; Hijazi Arabic: قُوَّة‎; Armenian: ուժ; Azerbaijani: güc, quvvə, qüvvət; Bashkir: көс; Basque: indar; Belarusian: сі́ла, моц; Bengali: বল, জোর; Bulgarian: сила, мощ; Catalan: força; Chinese Cantonese: 力量; Mandarin: 力氣/力气; Czech: síla, moc; Dutch: kracht, sterkte; Dzongkha: སྟོབས; Esperanto: forteco; Estonian: tugevus, jõud; Ewe: ŋusẽ; Faroese: styrki; Finnish: voimakkuus, voima, vahvuus; French: force, vigueur, effectif; Galician: forza; Georgian: სიძლიერე, ძალა, სიმტკიცე; German: Stärke, Kraft, Festigkeit, Mumm; Gothic: 𐍃𐍅𐌹𐌽𐌸𐌴𐌹; Greek: δύναμη; Ancient Greek: ἁδροσύνη, ἁδροτής, ἁδρότης, ἀλκή, ἀλκί, βία, βίη, βριαρότης, βρίμη, δρᾶσις, δύναμις, δύνασις, ἐρυμνότης, εὐσθένεια, εὐσωματία, ἐχυρότης, ἰναία, ἴς, ἰσχυρότης, ἰσχύς, κάρτος, κῖκυς, κραταιότης, κραταίωμα, κραταίωσις, κράτος, κρατυσμός, κρέτος, μένος, ῥώμη, ῥῶσις, σθένος, σφρίγος, τὸ ἰσχυρόν; Haitian Creole: fòs; Haryanvi: हंघा; Hebrew: חוזק‎; Hindi: शक्ति, ताक़त, बल; Hungarian: erő; Ido: forteso; Ingrian: voima, voimakkuus; Interlingua: fortia; Irish: urrúntacht; Italian: forza, vigore, energia; Japanese: 力; Kazakh: күш, дәрмен; Khakas: кӱс; Khmer: កម្លាំង; Korean: 힘; Kurdish Central Kurdish: ھێز‎; Kyrgyz: күч; Latgalian: vare, spāks; Latin: firmitudo, firmitas, robur, fortitudo; Latvian: spēks, stiprums, spēcīgums; Lithuanian: jėga; Macedonian: сила, моќ; Malagasy: hery; Malay: kekuatan; Malayalam: ശക്തി; Manchu: ᡥᡡᠰᡠᠨ; Maori: whirikoka; Mirandese: fuorça; Miyako: たや; Mòcheno: kròft; Mongolian: хүч; Navajo: adziil; Nepali: बल, तागत; Old French: esfort; Old Javanese: bala; Old Turkic: 𐰚𐰇𐰲‎; Orok: кусу; Oromo: jabina; Ossetian: тых; Ottoman Turkish: گوج‎; Persian: زور‎, قوت‎; Polish: siła, moc; Portuguese: força, vigor; Quechua: kallpa; Romanian: putere, forță; Russian: сила, мощь; Sanskrit: शक्ति, बल; Scottish Gaelic: lùths, neart, brìgh; Serbo-Croatian Cyrillic: снага, моћ, сила, јачина; Roman: snaga, moć, sila, jačina; Shan: ပလႃႉ; Shor: кӱш; Sichuan Yi: ꊋ; Slovak: sila, moc; Slovene: moč, sila; Somali: quwad, xoog; Southern Altai: кӱч; Spanish: fuerza, ñeque; Swahili: nguvu; Swedish: styrka; Tagalog: lakas; Tajik: қувват, зӯр; Tamil: பலம், கிற்பு, ஷக்தி; Tatar: көч; Telugu: బలము; Thai: แรง, กำลัง, ความแข็งแรง; Tibetan: སྟོབས; Tocharian B: maiyyo, warkṣäl; Turkish: kuvvet, güç; Turkmen: güýç; Tuvan: күш; Ugaritic: 𐎓𐎇; Ukrainian: сила, міць; Urdu: شکتی‎, زور‎; Uyghur: كۈچ‎; Uzbek: kuch, quvvat; Vietnamese: sức mạnh; Vilamovian: kroft; Walloon: foice; West Frisian: animo; Xhosa: amandla; Yakut: күүс; Yiddish: שטאַרקײַט‎, כּוח‎; Zulu: amandla

courage

Abkhaz: агәымшәара; Afrikaans: moed, dapperheid; Albanian: guxim, trimëri; Arabic: شَجَاعَة‎, جَسَارَة‎; Egyptian Arabic: جسارة‎; Hijazi Arabic: شجاعة‎; South Levantine Arabic: شجاعة‎; Aragonese: corache; Armenian: քաջություն, արիություն, խիզախություն; Assamese: সাহ, সাহস; Asturian: coraxe, bravura, braveza; Azerbaijani: cəsarət; Bashkir: батырлыҡ, ҡыйыулыҡ, тәүәккәллек, баҙнатлыҡ; Basque: kemen; Belarusian: смеласць, храбрасць, адвага, мужнасць; Bengali: সাহস; Breton: nerz-kalon; Bulgarian: смелост, храброст, кураж; Burmese: သူရသတ္တိ; Catalan: coratge, valor; Cherokee: ᎠᎵᎦᎵᏴᎯ; Chinese Mandarin: 勇氣/勇气, 膽量/胆量; Czech: odvaha, kuráž, statečnost; Danish: mod, tapperhed; Dutch: moed, dapperheid; Esperanto: kuraĝo; Estonian: julgus, vaprus; Faroese: dirvi, mót, áræði, treysti; Finnish: rohkeus, urheus, urhoollisuus; French: bravoure, courage, cœur, vaillance; Friulian: fiât; Galician: afouteza, coraxe, carraxe, brúo, braveza, xirio, ardemento, cordoxo; Georgian: გულადობა, მამაცობა, ვაჟკაცობა; German: Courage, Herz, Mut, Tapferkeit; Gothic: 𐌱𐌰𐌻𐌸𐌴𐌹; Greek: κουράγιο, θάρρος, γενναιότητα, ανδρεία; Ancient Greek: ἀγηνορία, αἷμα, ἀλκή, ἀνάτασις, ἀνδραγαθία, ἀνδραγαθίη, ἀνδρεία, ἀρετή, εὐανδρία, εὐτολμία, θάρρος, θάρσος, θέρσος, θράσος, κάρτος, λῆμα, μένος, τἀνδρεῖον, τὸ ἀνδρεῖον, τόλμα, τόλμη, φρόνημα; Guaraní: py'aguasu; Gujarati: હિંમત; Hawaiian: koa; Hebrew: אֹמֶץ‎; Hindi: साहस, हौसला, हिम्मत; Hungarian: bátorság; Icelandic: hugrekki, kjarkur; Ido: kurajo; Indonesian: keberanian; Interlingua: corage; Irish: misneach, sprid; Italian: coraggio; Japanese: 勇気, 度胸; Javanese: wani, kawenan; Kazakh: батылдық, аужарлық; Khmer: សេចក្ដីក្លាហាន; Korean: 용기(勇氣); Kurdish Northern Kurdish: wêrekî, bistehî, cesaret, curet, mêranî; Kyrgyz: кайрат, кайраттуулук, жүрөктүүлүк; Ladino: koraje, animo, djesaret; Lao: ເສົາຣະຍະ, ຄວາມກ້າຫານ; Latin: fortitudo, virtus, animus, audentia; Latvian: drosme; Lithuanian: drąsa; Luxembourgish: Mutt, Courage; Macedonian: храброст, смелост; Malay: keberanian; Malayalam: ധൈര്യം; Maltese: kuraġġ; Maori: hautoa, māia, toa; Mirandese: coraige; Mongolian: эр зориг; Nepali: बहादुरी, साहस; Norwegian Bokmål: mot, tapperhet; Occitan: coratge; Old English: nōþ; Ossetian: хъӕбатырдзинад; Persian: شهامت‎, جرات‎, جسارت‎, شجاعت‎; Polish: odwaga, męstwo, śmiałość; Portuguese: coragem, coração, valentia; Romanian: curaj; Russian: смелость, храбрость, отвага, мужество; Scottish Gaelic: tapachd; Serbo-Croatian Cyrillic: храбро̄ст, сме̏ло̄ст; Roman: hrábrōst, smȅlōst; Sicilian: curaggiu; Slovak: odvaha; Slovene: pogum, hrabrost; Spanish: coraje, valor, valentía; Swahili: ujasiri; Swedish: mod, tapperhet; Tagalog: tapang, katapangan, lakas ng loob; Tajik: ҷасурӣ, далерӣ, диловарӣ, ҷуръат, ҷасорат; Tamil: தைரியம்; Telugu: ధైర్యము; Thai: ความกล้า, ความกล้าหาญ; Tibetan: སྙིང་སྟོབས; Turkish: cesaret, yüreklilik; Turkmen: batyrlyk, mertlik, ýüreklilik; Tuvan: эрес дидим чорук; Ukrainian: сміливість, хоробрість, мужність, відвага; Urdu: ساہس‎, ہمت‎; Uyghur: جاسارەت‎; Uzbek: botirlik, jasurlik, mardlik, jasorat; Vietnamese: can đảm; Volapük: kurad; Welsh: hyfdra; West Frisian: moed; White Hmong: peevxwm, peev xwm; Yiddish: מוט‎; Zazaki: cesaret, egitey; Zulu: isibindi