Anonymous

ἀλκή: Difference between revisions

From LSJ
1,182 bytes added ,  30 December 2018
2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλκή]])<br />η σωματική [[ισχύς]] που μετουσιώνεται σε [[δράση]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[δύναμη]], [[ανδρεία]], [[θάρρος]], [[ευψυχία]] (σε [[διάκριση]] από τη [[ρώμη]] που σημαίνει [[απλώς]] τη σωματική [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακμή]] τών σωματικών δυνάμεων, [[ρώμη]], [[ευρωστία]], [[σφρίγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[δύναμη]] γενικά (π. χ. «κύματος [[ἀλκή]]»)<br /><b>2.</b> [[δύναμη]] για [[απόκρουση]] κινδύνου, [[προφύλαξη]], [[υπεράσπιση]]<br /><b>3.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]]<br /><b>4.</b> [[συμπλοκή]], [[μάχη]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἁλκαί</i><br />ανδραγαθήματα, κατορθώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀλκὴν ποιοῡμαι», [[προσφέρω]] [[βοήθεια]]<br />«τρέπομαι εἰς (ή πρὸς) ἀλκήν», [[αντιστέκομαι]], [[είμαι]] [[έτοιμος]] να υπερασπίσω τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]. Βλ. και [[ἄλαλκε]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄλκιμος]] <b>αρχ.</b> [[ἀλκαῖος]], [[ἀλκήεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλκίβιος]], [[ἀλκίφρων]], [[ἀναλκής]], [[ἄναλκις]], [[ἑτεραλκής]], [[παναλκής]]<br />κύρια ονόματα <i>Ἀλκιβιάδης</i>, <i>Ἀλκιμέδων</i>, <i>Ἀλκιμένης</i>, <i>Ἀλκίνοος</i>].
|mltxt=η (Α [[ἀλκή]])<br />η σωματική [[ισχύς]] που μετουσιώνεται σε [[δράση]]<br /><b>2.</b> ψυχική [[δύναμη]], [[ανδρεία]], [[θάρρος]], [[ευψυχία]] (σε [[διάκριση]] από τη [[ρώμη]] που σημαίνει [[απλώς]] τη σωματική [[δύναμη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακμή]] τών σωματικών δυνάμεων, [[ρώμη]], [[ευρωστία]], [[σφρίγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[δύναμη]] γενικά (π. χ. «κύματος [[ἀλκή]]»)<br /><b>2.</b> [[δύναμη]] για [[απόκρουση]] κινδύνου, [[προφύλαξη]], [[υπεράσπιση]]<br /><b>3.</b> [[βοήθεια]], [[επικουρία]]<br /><b>4.</b> [[συμπλοκή]], [[μάχη]]<br /><b>5.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἁλκαί</i><br />ανδραγαθήματα, κατορθώματα<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀλκὴν ποιοῡμαι», [[προσφέρω]] [[βοήθεια]]<br />«τρέπομαι εἰς (ή πρὸς) ἀλκήν», [[αντιστέκομαι]], [[είμαι]] [[έτοιμος]] να υπερασπίσω τον εαυτό μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλκί]]. Βλ. και [[ἄλαλκε]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄλκιμος]] <b>αρχ.</b> [[ἀλκαῖος]], [[ἀλκήεις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλκίβιος]], [[ἀλκίφρων]], [[ἀναλκής]], [[ἄναλκις]], [[ἑτεραλκής]], [[παναλκής]]<br />κύρια ονόματα <i>Ἀλκιβιάδης</i>, <i>Ἀλκιμέδων</i>, <i>Ἀλκιμένης</i>, <i>Ἀλκίνοος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλκή:''' ἡ ([[ἄλαλκε]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ισχύς]] όπως φαίνεται στην [[πράξη]], [[ανδρεία]], [[θάρρος]], [[ευψυχία]], [[ἐπιειμένος]] ἀλκήν, ενδεδυμένος με [[ανδρεία]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δύεσθαι ἀλκήν</i>, στο ίδ.· στον πληθ., κατορθώματα ανδρείας, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ισχύς]] προς [[απόκρουση]] κινδύνου, [[άμυνα]], [[οχύρωση]], [[προφύλαξη]], [[υπεράσπιση]], σε Όμηρ.· [[ἀλκή]] τινος, [[άμυνα]] ή [[βοήθεια]] σε [[κάτι]], σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ.· <i>ἐς</i> ή <i>πρὸς ἀλκὴν τρέπεσθαι</i>, στρέφομαι και [[ανθίσταμαι]], είμαι [[έτοιμος]] να προφυλαχθώ ή να υπερασπίσω τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, <i>ἀλκῆς μεμνῆσθαι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> [[συμπλοκή]], [[μάχη]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}