αγκράφα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
διακοσμητική καρφίτσα που συνδέει τα δύο άκρα ζώνης ή στολίζει υποδήματα και ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. agrafe].