καρφίτσα

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶςholy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source

Greek Monolingual

η
1. μικρή μεταλλική βελόνα που έχει αιχμηρό το ένα άκρο ενώ στο άλλο σχηματίζει κεφαλή και χρησιμοποιείται για πρόχειρη ένωση διαφόρων αντικειμένων, συνήθως κομματιών υφάσματος
2. γυναικείο κόσμημα που προσαρμόζεται στο ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + υποκορ. κατάλ. -ίτσα].