βαρβαρία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(6_9)
 
(7)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''βαρβαρία''': ἡ, [[χώρα]] τῶν βαρβάρων, Στέφ. Βυζ.
|lstext='''βαρβαρία''': ἡ, [[χώρα]] τῶν βαρβάρων, Στέφ. Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[βαρβαρία]], η (AM) [[βάρβαρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[απαιδευσία]]<br /><b>αρχ.</b><br />βάρβαρη [[χώρα]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

βαρβαρία: ἡ, χώρα τῶν βαρβάρων, Στέφ. Βυζ.

Greek Monolingual

βαρβαρία, η (AM) βάρβαρος
μσν.
απαιδευσία
αρχ.
βάρβαρη χώρα.