ἀκατασχεσία: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[inestabilidad]], [[desequilibrio]], [[descontrol]] ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείων Heph.Astr.2.16.5, Ptol.<i>Tetr</i>.3.15.5 (cód., pero cf. [[ἀκαταστασία]]).
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[inestabilidad]], [[desequilibrio]], [[descontrol]] ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείων Heph.Astr.2.16.5, Ptol.<i>Tetr</i>.3.15.5 (cód., pero cf. [[ἀκαταστασία]]).
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκατασχεσία]]) [[ἀκατάσχετος]]<br />η [[ιδιότητα]] του ακατάσχετου.
}}
}}

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατασχεσία Medium diacritics: ἀκατασχεσία Low diacritics: ακατασχεσία Capitals: ΑΚΑΤΑΣΧΕΣΙΑ
Transliteration A: akataschesía Transliteration B: akataschesia Transliteration C: akataschesia Beta Code: a)katasxesi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ungovernableness, Ptol.Tetr.170.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατασχεσία: ἡ, τὸ ἀκατάσχετον καὶ ἀκυβέρνητον, Πτολ., κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
inestabilidad, desequilibrio, descontrol ἀκατασχεσίαις καὶ ἀπαλλατριώσεσι τῶν οἰκείων Heph.Astr.2.16.5, Ptol.Tetr.3.15.5 (cód., pero cf. ἀκαταστασία).

Greek Monolingual

η (Α ἀκατασχεσία) ἀκατάσχετος
η ιδιότητα του ακατάσχετου.