αγγουρόνερο: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

το
ο χυμός του αγγουριού που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό του προσώπου. Έχει την ιδιότητα να τονώνει και να λευκαίνει το δέρμα και, ιδιαίτερα, να σφίγγει τους πόρους (βλ. και αγγούρι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + νερό].