δειλοκαταφρονητής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
(6_14) |
(8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δειλοκαταφρονητής''': ὁ, = [[θρασύδειλος]], Πτολ. Τετρ. 66. | |lstext='''δειλοκαταφρονητής''': ὁ, = [[θρασύδειλος]], Πτολ. Τετρ. 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δειλοκαταφρονητής]], ο (Α)<br />ο [[θρασύδειλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:26, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, or δειλοκατα-φρόνητος, ον,
A cowardly and insolent, Ptol. Tetr.66.
Greek (Liddell-Scott)
δειλοκαταφρονητής: ὁ, = θρασύδειλος, Πτολ. Τετρ. 66.
Greek Monolingual
δειλοκαταφρονητής, ο (Α)
ο θρασύδειλος.